θυμελικός

θυμελικός
-ή, -ό (ΑΜ θυμελικός, -ή, -όν) [θυμέλη]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη θυμέλη, σκηνικός, θεατρικός
μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυμελική
η θεατρίνα, η γυναίκα ελευθέριων ηθών
2. ηθοποιός, υποκριτής
αρχ.
1. (για παραστάσεις, μουσική, όρχηση κ.λπ.) αυτός που γίνεται στην ορχήστρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμελικόν
χυδαίο ύφος ή χυδαίος τρόπος
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ θυμελικοί
ο χορός ή οι μουσικοί, σε αντιδιαστολή προς τους σκηνικούς, δηλ. τους ηθοποιούς
4. φρ. «ἡ θυμελικὴ σύνοδος» — ο όμιλος τού χορού ή τών μουσικών τού αρχαίου θεάτρου.
επίρρ...
θυμελικῶς (Α)
από θεατρική άποψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θυμελικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικά — θυμελικός of neut nom/voc/acc pl θυμελικά̱ , θυμελικός of fem nom/voc/acc dual θυμελικά̱ , θυμελικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικῶν — θυμελικός of fem gen pl θυμελικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικόν — θυμελικός of masc acc sg θυμελικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικαῖς — θυμελικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικαί — θυμελικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικοῖς — θυμελικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικοί — θυμελικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικοῦ — θυμελικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικούς — θυμελικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”